- (ε)πανωσάγονο
- το верхняя челюсть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πανωσάγονο — το βλ. επανωσάγονο … Dictionary of Greek
επανωσάγονο — και πανωσάγονο, το η άνω γνάθος, το πάνω σαγόνι … Dictionary of Greek